Στα χέρια μου η άκρη μιας γραμμής,
η αρχή της,
και για να παίξω την φέρνω και την ενώνω
με την άλλη άκρη,
το τέλος της,
τότε έχω το τέλειο σχήμα,
έναν κύκλο,
που κάποιες φορές πιο πολύ μου μοιάζει
μ΄ ένα πελώριο μηδέν,
άλλοτε μαύρο κι άλλοτε αόρατο,
τότε για να διασκεδάσω
αυτή την οπτική αίσθηση
κόβω λουλούδια, διάφορα κι αδιακρίτως,
ακόμα και ζωγραφιστά
για να δημιουργήσω μεγαλύτερη ψευδαίσθηση
και τα τοποθετώ πάνω σ΄ αυτό το σχήμα,
τότε έχω ένα πολύχρωμο στεφάνι
και το φορώ στο κεφάλι
κι αρχίζω να χορεύω αυτούς τους οργιαστικούς χορούς
γίνομαι ένας σάτυρος
κι ακολουθώ τον Διόνυσο βαθιά μέσα στα δάση
είμαι ένας ακόλουθος του Βάκχου
ενώνομαι με τις μαινάδες
σε νύχτες υγρές κι αξημέρωτες
κι ας ξέρω ότι στο κεφάλι μου φορώ
ένα μηδενικό.