Ένα κείμενο της Αγγέλας Καστρινάκη για ανθρώπους ερωτευμένους, όχι όμως με τον άνθρωπο που βρίσκεται δίπλα τους:
Κοιμόταν βαθιά και μες στον ύπνο της του έπιασε το χέρι. Του το έπιασε πολύ θερμά, όπως δεν του το είχε αγγίξει ποτέ, ούτε στον ύπνο, ούτε στον ξύπνο, ούτε άλλοτε, ούτε όταν είχαν πρωτογνωριστεί, ίσως. Το έσφιξε στην παλάμη της με γλύκα, με αγαλλίαση. Χάρηκε τη ζέστη του, την αφή του, την ανταπόκριση. Από παρεξήγηση. Από τρομερή παρεξήγηση. Ευτυχώς ο Στέφανος δεν ξύπνησε, μετακινήθηκε λίγο, αλλά δεν ξύπνησε. Η ίδια πετάχτηκε πάνω τρομοκρατημένη. Η καρδιά της κόντεψε να σπάσει από τους βίαιους χτύπους. Είχε ακουμπήσει λάθος χέρι!
Δεν ήταν του πολυαγαπημένου. Ήταν εκείνου με τον οποίο δεν είχαν αγγιχτεί βδομάδες και βδομάδες. Εκείνου με τον οποίο ίσα που μιλιόνταν. Που τον απέφευγε και την απέφευγε.
Κι όμως ήταν η ίδια αίσθηση.
Η ομοιότητα την έκανε να τρέμει και σχεδόν να θέλει να βάλει τα κλάματα. Η ομοιότητα ήταν αποκρουστική.
Για δύο δευτερόλεπτα, όσα χρειάστηκαν για να ξυπνήσει, ένιωσε ευτυχία αγγίζοντας το χέρι του. Κι έπειτα τραβήχτηκε σαν να είχε έρθει σε επαφή με φωτιά ή γλοιώδες μαλάκιο. Το ίδιο χέρι. Ένα ξένο σώμα, που όμως μπορεί, κατά λάθος, να το αγγίξεις όπως το οικείο. Ποιο ήταν το οικείο και ποιο το ξένο; Πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσο διαφορετικές αντιδράσεις προς το δέρμα του ενός και προς του άλλου. Προς τη θερμοκρασία του ενός και προς του άλλου, που είναι ίδια.
Είχε συμβεί ένα ύπουλο παιχνίδι υποκατάστασης.
Η Μέλπω τραβήχτηκε στην άλλη γωνία του κρεβατιού, μην την ξαναπάθει. Όχι, ούτε με την άκρη του ποδιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου