Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Μια παρέα

Στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας.
Μια παρέα συνομιλεί:
-Το α βρίσκεται πριν από το β.
-Ναι αλλά και το β πριν από το γ.
-Θα έλεγε κανείς ότι το γ βρίσκεται πριν από το α;
Γέλια ομαδικά, κακαριστά, τραγανιστά,
ακολουθούν την ερώτηση.
Από πάνω τ΄ αστέρια
άπειροι φωτεινοί κόκκοι στον ουράνιο μουσαμά.
Κανείς δε σηκώνει το κεφάλι να τους κοιτάξει.
Μετά από πολλή ώρα η παρέα σηκώνεται να φύγει,
αρχίζουν να κατεβαίνουν,
άλλοι από τις σκάλες, άλλοι από το ασανσέρ, 
φτάνουν στην είσοδο.
-Το β βρίσκεται πριν από το γ;
Ποταμός γέλιων στην ερώτηση.
Κανείς δε στρέφει το κεφάλι να κοιτάξει μέσα του.

O μαγικός καθρέφτης (χορογραφία)

Μια γυναίκα μπροστά σ΄ έναν καθρέφτη
φορά ένα φόρεμα μαύρο και μακρύ
κινήσεις αργές, απαλές, ερωτηματικές,
στριφογυρίζει γύρω από τον εαυτό της
τα φώτα σβήνουν
ένας δυνατός προβολέας φωτίζει μόνο αυτή
οι κινήσεις τη γυναίκας αποκτούν ένταση
βγάζει το φόρεμά της κι αρχίζει να χαϊδεύεται
το φως που τη φώτιζε σβήνει. Σκοτάδι.
Αρχίζει ν΄ αχνοφωτίζεται το περίγραμμα του καθρέφτη
μέσα απ΄ αυτόν βγαίνει ένας άντρας
αγκαλιάζει τη γυναίκα, χορεύουν κι ερωτοτροπούν
στη συνέχεια ο άντρας μπαίνει μέσα στον καθρέφτη
η γυναίκα φορά το φόρεμά της
παίρνει ένα καθρεφτάκι και μια χτένα και καλλωπίζεται.

Και τώρα

Και τώρα το εσωτερικό κατρακύλησμα
σαν το σκουλήκι που καταπίνει το χρόνο
οι στιγμές γίνονται παρελθόν
ένα μεταφυσικό γαργαλητό
ένας ιστορικόε χυλός

και τώρα ο εσωτερικός απόπατος
ζητά από την αυγή τον Αυγεία
μια τριμμένη κάπα κι ένα τριμμένο άλφα
για να ράψω τα χείλη και να κυλιστώ
σ΄ αυτό τον αμμουδερό πεσσιμισμό

και τώρα συμφωνώ που διαφωνείς
μ΄ αυτή την άγρια διάθεση
σαν τους σηματοδότες σε μια πορεία μοναχική
ένα τραβελμπέιμπυ με βαλίτσες
ένας επαναστάτης με πατερίτσες

και τώρα τα σύμφωνα δίνουν τη θέση στα φωνήεντα
δίχως αέρα τα μέλη δεν κουνιούνται
τα μέλη γίνονται μέλι ζαχαρωμένο.

Η γεωμετρία των αισθημάτων

Παράλληλες γραμμές
δυο ευθείες που όσο κι αν τις προεκτείνεις
δεν πρόκειται να συναντηθούν ποτέ
ίσως μόνο σαν οφθαλμαπάτη
αν τις κοιτάς από μακριά.

Παράλληλες ζωές
δυο άνθρωποι που όσο κι αν συναντιούνται
στο ίδιο σπίτι, σε μια οικογένεια
είναι σα να μην έχουν γνωριστεί ποτέ
κλεισμένοι στο μικρόκοσμό τους.


Παράλληλες σχέσεις
δυο κορμιά που όσο κι αν τ΄ απομακρύνεις
σ΄ άλλα κρεβάτια, σ΄ άλλα σπίτια, σ΄ άλλα δωμάτια
αυτά μαγνητίζονται, ακόμη και μέσα στο μυαλό
και υγραίνουν τα σεντόνια.

Κλυταιμνήστρα χωρίς παιδιά

Έριξα μέτρα χώμα πάνω του
αλλά αυτός ήταν που με είχε μια ζωντανή νεκρή
στα λευκά, στεγνά μου σεντόνια
που αυτός για πρώτη φορά τα κοκκίνησε
ένας αδιάφορος ιππέας
με τα ίδια σεντόνια νεκρό τον σκέπασα
το δικό του αίμα τώρα τα πότισε
παραδομένος στην αιώνια ζάλη
το χάδι θα πάρει τώρα από τον Άδη,
ένα λουλούδι απότιστο με είχε αυτός
μαραμένη, στον πόθο βυθισμένη
μια θάλασσα ακυμάτιστη
ενώ αυτός ταξίδευε ακυβέρνητος
στου έρωτα τα πελάγη
εγώ όμως τώρα γελώ
τόσο μόνη και τόσο ελεύθερη
που τη μοναξιά δεν άντεξα
ο ήλιος επιτέλους ανέτειλε και φώτισε
όλες τις μύχιες, μύριες σκέψεις
ναι, δεν ήταν άντρας αυτός που μαζί του τον σκότωσα
δεν ήταν αυτός που μοιράστηκα 
το ίδιο απαγορευμένο κρεβάτι
αυτό το σκάρωσαν κάποιοι λαοπλάνοι φτηνοί
για ν΄ αποκαταστήσουν τη ροή της ιστορίας, 
ούτε ποτέ απόκτησα παιδιά μαζί του, όχι,
η ζήλεια του ήταν που τον σκότωσε
που δεν μπορούσε να χωνέψει
πώς έμεινα ανέπαφη τόσα χρόνια
χωρίς να χάσω ίχνος από την ομορφιά μου
εγώ, αδελφή της ωραίας Ελένης,
στα σκέλη μου έβαζα μόνο φως
κι αυτό τον τύφλωσε
σαν αγρίμι μανιασμένο γκρεμίστηκε στο κενό
όμως τ΄ ανθρώπου ο νους πιστεύει στο προφανές
κι όχι στο πιθανό
γι΄ αυτό έμεινα η άπιστη κι όχι η άπιαστη.

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Αυτός

Αυτός δεν είναι θεός, αυτός
είναι αδύνατος, χλωμός, ξερακιανός
μοιάζει, ίσως,  με κατάρτι που έσπασε
γι΄ αυτό και μέσα μου το πάθος
παύει να είναι δημιουργικό
όταν τεντώνεται η κρυστάλλινη χορδή
αντί για μουσική βγαίνει κραυγή
στερεύει η φλέβα η χρυσή
που στα κύματά της κολυμπούν 
τα φλουριά της ευφυίας,
αυτός δεν είναι θεός, αυτός
είναι κλόουν, όταν βγάλει τη μάσκα
θα κάνει την τελευταία γκριμάτσα
κι ο κόσμος θα καταστραφεί.

Ευτυχία ανθρώπινη

Στιγμές ανθρώπινες
μια πορεία γεμάτη εικόνες κι όχι όνειρα
ανταύγειες του ήλιου πάνω στη θάλασσα
αεράκι που κολλούσε πάνω σου τα ρούχα
κι άφηνε προκλητικές τις αναλογίες του κορμιού
ελεύθερος χρόνος για ύπνο μεσημεριανό
σμίξιμο σωμάτων όπως των πρωτόπλαστων
μια τρελή κούρσα των σύννεφων στον ουρανό
κουλουρισμένη γάτα στα πόδια σου νωχελικά γουργουρίζει
το βασίλειο των αστεριών εποπτεύει
τις ενοχές που διαλύονται
το μόνο εμπόδιο στις επιθυμίες ο ίδιος σου ο εαυτός
πρέπει να γίνεις ένα με τη φύση,
ένα νέο σώμα φυσικό
και τότε ο ήλιος ανεβάζει τον πυρετό των σκέψεων. 

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Κι όμως

Οι ιδέες πετούν εκεί που δεν τις φτάνεις
ποιος θα τις αλιεύσει;
Οι πράξεις μένουν μόνες κι αβοήθητες
ποιος θα τις συντροφέψει;

Σ΄ ένα ποτήρι θαλασσινό νερό 
αρμενίζουν τα καράβια μου
ελπίδες χάρτινες και κατασκευασμένες
σαν ψυχές από πηλό κι όχι από αέρα.

Αιχμαλωσία εκ γενετής
η μεγαλύτερη διαστροφή της φύσης
σαν να γεννήθηκες όχι από γονείς
αλλά από ...όπως τα ήμερα θηρία του παραδείσου.

Το αιώνιο κενό, αυτό, ίσως αυτό.
Πιστεύω στην αιώνια συνουσία
γιατί ταύρος αιμοβόρος ξεκινά από τα σκέλη μου
σπόρους θα φυτέψω στο κορμί της.

Στις φλέβες αίμα ακόμα κυλά
και τα όνειρα με ανεβάζουν ακόμα πιο ψηλά
τίποτε δε χάθηκε
ίσως όλα αρχίζουν τώρα.

Δέξου

Δέξου τη ζωή όπως έρχεται
σαν τη φωτογραφία που σε δείχνει μωρό
και δεν μπορείς πίσω να γυρίσεις
ή δεν μπορείς μέσα της να μπεις
γιατί, ίσως, είναι αφιερωμένη παρθένα

δέξου τη ζωή στα δάχτυλα του χεριού
σαν μια συγχορδία που γεμίζει την πλάση
και δεν μπορείς εσύ να τραγουδίσεις
ή δεν μπορείς το ρυθμό ν΄ ακολουθήσεις
γιατί, ίσως, είσαι μουσικά ευνούχος.

Δανάη

Το βλέμμα απλανές ως τα ουράνια
περιμένει τη μάζωξη των συννέφων
πιστεύει πως ο ουρανός φοράει παντελόνια
και προσεύχεται για να τα βγάλει

μια στάση αδιάφορη για την κίνηση του κόσμου
μια παράσταση για μοναχικές καρδιές
το είδε στον ύπνο της πως θα πλαγιάσει με το Δία
σαν τη βροχή θα έρθει και θα την ξελογιάσει

το ονειρεύτηκε, όπως ονειρεύτηκε
τις προηγούμενες ζωές της
όμως ξεχνά πως τα όνειρα κρύβουν 
τις πιο βαθιές επιθυμίες.

Θυμός

Θυμός, σα θεός μοναχικός,
ένα σύμπαν εξουσιάζει άγνωστο
ένα μύθο γεννά παράλογο
θυμός, σα φλεγόμενο νησί στον ωκεανό,
από το βάθρο του να τον πετάξω προσπαθώ
γι΄ αυτό και κορίτσια προσκαλώ
ανάλαφρα σα σκόνη
με καπούλια ζουμερά και βίτσια
και που γυρεύουν του έρωτα το δέντρο
να σκαρφαλώσουν ως την κορφή
να βυθιστεί στου σώματος το κέντρο
η φαντασίωση να πάρει μορφή,
μα ο θυμός ακλόνητος και σταθερός
σαν ένας ακοίμητος ρυθμός
σαν ένα πέος εκκρεμές
κατοικεί στου μυαλού μου τις στοές.

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Με καίει ο νέος ελληνικός μύθος

«Την ποίηση την πλησίαζαν δύσκολα ακόμη και στις μέρες του Ομήρου ή του Πινδάρου. Σήμερα οι δυσκολίες πλήθυναν για πολλούς λόγους. Για να μην πω από τον τρόπο ζωής που μας έχει επιβάλει η καταναλωτική κοινωνία. Ο άνθρωπος «έχει μπει στη γραμμή». Ζητάει εύκολα και φτηνά πράγματα, που να τα πετάει και να τα ξαναπρομηθεύεται, ανίκανος να κάνει το επιπλέον βήμα που θα τον οδηγήσει στην ποίηση. Εχουμε γίνει «μικροαμερικανοί». Το χειρότερο που θα μπορούσε να μας συμβεί. (...) Εμένα με καίει ο νέος Ελληνισμός, ο νέος ελληνικός μύθος. Θα ήθελα να βρω τη σωστή βάση του, τη νομοθεσία του. Αν θέλουμε να μιλάμε για πραγματικότητα, αυτή είναι η πραγματικότητα. Οσο για την αναγνώριση του έργου μου, μην εμπιστεύεστε τόσο τις ετυμηγορίες των συγχρόνων. Κάθε εποχή, χωρίς να το θέλει, διογκώνει τη σημασία ενός από τους παράγοντες εις βάρος των άλλων, με αποτέλεσμα να θεωρηθούν κατά καιρούς πολύ μεγάλοι ποιητές ο Αχιλλέας Παράσχος ή ο Γεώργιος Σουρής. Μην ξεχνάτε, κάποτε ο Κάλβος έπαθε ολική έκλειψη και ο Καβάφης παράδερνε στα βιβλιοπωλεία της Αλεξάνδρειας, όταν στην Αθήνα μεσουρανούσαν οι λογοκόποι. Ολοι μας είμαστε υποκείμενοι στην ομαδική πλάνη, που καταντά κάποτε ακατανόητη όσο και τερατώδης. Οφείλουμε, λοιπόν, να είμαστε μετριόφρονες και ν' αποβλέπουμε μόνο στο κριτήριο του χρόνου».

(Από συνέντευξη του Οδυσσέα Ελύτη  στη Σούλα Αλεξανδροπούλου, «Η Καθημερινή», 2 Νοεμβρίου 1975)

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Χαμένος


 Σκυφτός και μονάχος περπατώ
στις σκέψεις μου χαμένος, παραδομένος
το σώμα με φορά προς τα κάτω
το μυαλό με φορά προς τα πάνω
βαρύτητα και πέταγμα μαζί
όταν μια φωνή, μια γυναικεία φωνή 
μου ζητά ένα σακάκι, το σακάκι μου,
κι εγώ με κίνηση μηχανική, νωχελική
της το πετώ, χωρίς να προλάβω να σκεφτώ
κι αυτή με ευχαριστεί, 
ξανά με ευχαριστεί
γιατί, μου είπε, την γύμνια της έκρυψε, 
το γυμνό της σώμα, που δεν πρόλαβα καν
ν΄ αντικρύσω
στις σκέψεις μου χαμένος, παραδομένος.